- στίχες
- στείχωwalkaor ind act 2nd sg (homeric ionic)στίξrowfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στίξ — ιχός, ἡ, Α (μόνον στη γεν. εν., αιτ. εν. στίχα και ον. και αιτ. πληθ. στίχες, στίχας) 1. γραμμή, τάξη ιδίως στρατιωτών («στίχες Τρώων», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἀνέμων στίχες» μτφ. ριπές ανέμων(Πίνδ.) β) «ἐπέων στίχες» οι στίχοι ή οι στροφές γ) «κατὰ… … Dictionary of Greek
περίστιχες — oἱ, αἱ, Α αυτοί που τίθενται κατά σειρά, κατά στίχο κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. περί στίχες (< *στίξ «σειρά, γραμμή»)] … Dictionary of Greek
steigh- — steigh English meaning: to march, ascend Deutsche Übersetzung: ‘schreiten, steigen” Material: O.Ind. stighnōti ‘steigt” (Dhütup.), ved. pra stighnuyüt Opt. present “er möge emporkommen”, ati ṣṭigham Inf. “ũbersteigen,… … Proto-Indo-European etymological dictionary